- πρόκυψη
- η / πρόκυψις, -ύψεως, ΝΑ [προκύπτω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προκύπτωνεοελλ.κάμψη τού κορμού προς τα εμπρός με ευθειασμένη τη ράχηαρχ.1. (ιδίως κατά τον τοκετό) το να ξεπροβάλλει κανείς2. προσκύνηση3. αυτοκρατορικός θρόνος.
Dictionary of Greek. 2013.